Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Στην κάπαρη χρωστώ…

 
        Στις δύσκολες μέρες που ζει η πατρίδα μου  , πιστεύω  ότι η βασικό θέμα που πραγματεύεται το αγαπημένο μου   SAGINI3   και που περικλείει ο όρος  ''πράσινη απάτη '' , αποτελεί κάτι που μπορεί να μπει στις εφεδρείες της καθημερινότητας των συμπολιτών μου . Το κείμενο του Αντώνη Καπετάνιου που δημοσιεύουμε σήμερα  ελπίζουμε να σας σαγηνεύσει πραγματικά .


Φωτογραφία του Αντώνιος Καπετάνιος.

 (κείμενο από το βιβλίο του Αντώνη Καπετάνιου  "Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω", εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, Αθήνα 2004)

     
     Ήμουν, θυμούμαι, παιδί μικρό, έξι ή επτά ετών, όταν πρωτοανέβηκα με τον παππού στο βουνό. Η αιτία ήταν το μάζεμα της κάπαρης. 
Την πουλούσαμε, θυμούμαι, στο παντοπωλείο της γειτονιάς και με το πενιχρό ποσόν αυτής της αγοραπωλησίας, συμπληρωνόταν το φτωχό μου χαρτζιλίκι.
 Ο παππούς, γνωρίζοντας τις θέσεις όπου φύτρωνε το «πολυπόθητο» τούτο ταπεινό, αγκαθερό φυτό, με βοηθούσε στην εναγώνιά μου προσπάθεια να συλλέξω τον καρπό του. Εξάλλου αυτός μου έβαλε την ιδέα της συλλογής της κάπαρης, που εκ των υστέρων διαπιστώνω ότι ήταν μιαν άσκηση δικής του εμπνεύσεως για να τριφτώ στη φύση –η οποία άσκηση, στο τέλος μετατράπηκε σε επιθυμία γνώσης και κατατριβής με το φυσικό αντικείμενο...
    Μετά λοιπόν από πολλές αναβάσεις, που σκοπό είχαν τη συλλογή της κάπαρης, άρχισα να νοιώθω οικείος με το περιβάλλον του βουνού κι ήθελα πια συχνά να το επισκέπτομαι. 

   Μιαν ασυναίσθητη δύναμη γνώσης κι αναζήτησης ήταν εκείνο που με ωθούσε τώρα προς αυτό. Ξεχάστηκε έτσι η κάπαρη. Στο βουνό ανέβαινα πλέον για να μάθω, για να ιδώ ότι δεν έβλεπα. Η ανάβαση έγινε περιήγηση, ο μόχθος χαρά.
    Έτσι, με δάσκαλο κι οδηγό τον παππού, βοηθήθηκα να γνωρίσω τον άγνωστο κόσμο του βουνού, τον άγνωστο κόσμο της φύσης.
«Αυτό το φυτό είναι πρινάρι, τούτο αφροξυλιά, κείνο κοκορεβιθιά, τ’ άλλο αγάπανθος… Το πέταγμα που βλέπεις είναι της γερακίνας, το αχητό που ακούς είναι του κάπρου, το ουρλιαχτό που σε φοβεί είναι του λύκου, το τραγούδι π’ αντηχά είναι του αηδονιού, το άρωμα που σε μεθά είναι του θυμαριού…» Έτσι απλά, με τρόπο πρακτικό, ο παππούς μού μάθαινε τη φύση. Μου μάθαινε να παρατηρώ, ν’ ανακαλύπτω, να συμμετέχω, να λειτουργώ, να επικοινωνώ.
     «Ξεροβούνι» αποκαλούσαν οι ντόπιοι τον τόπο τούτον. Και τον περιέγραφαν ως άγονο και καταραμένο, γεμάτο βράχους και κακοτράχαλες πέτρες. Δεν τον συμπαθούσαν. και συνήθως μιαν απαξία συνόδευε το λόγο αναφοράς τους. Πόσο άδικο είχαν… Πόσο μακριά του ήταν… Δεν τον ήξεραν πραγματικά. Γι’ αυτούς ότι δε μπορούσε να καλλιεργηθεί ήταν μη επιθυμητό!
    Από τον παππού έμαθα να βρίσκω «χρυσάφι στην άμμο». Έμαθα ν’ αναζητώ την ομορφιά στη στέρηση. Έμαθα να μην απαξιώνω το λίγο, το λιτό. Διότι κι αυτό, ως ζωντανό, έχει αξία. Την αξία της ζωής. Υπάρχει λοιπόν κι εκεί, στο όριο, ομορφιά. Και μάλιστα απροσμέτρητη.
    Έτσι, σιγά σιγά, βήμα βήμα, έμαθα τη φύση. Έμαθα να την ιχνηλατώ, έμαθα να την αφουγκράζομαι. Μα ακόμη και σήμερα τη σπουδάζω. Διότι η φύση είναι ένα μεγάλο σχολείο γνώσης που κανείς δεν την ξέρει πραγματικά και πάντα αυτή θα μας εκπλήσσει (τούτο μόνο λέγω: μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί περίπου 1,75 εκατ. ζωντανά είδη, αριθμός που αντιστοιχεί μόνο στο 13% του συνολικού αριθμού ειδών του πλανήτη!)

    Το να μάθεις όμως να λειτουργείς μέσα στο μαγικό της κόσμο, είναι μια κατάκτηση ουσιαστικής γνώσης, είναι μάθηση.
Τι έμαθα λοιπόν εγώ για (και από) τη φύση;
   Έμαθα να πορπατώ πα στον ξερό βράχο, να μη με φοβίζει η σκληράδα του, και ν’ ανακαλύπτω στις σχισμές του αγριολούλουδα και χαμαίφυτα, κει όπου η γη αδυνατίζει και γίνεται λειψή.

   Έμαθα να παρατηρώ την έκφυση, την αποκάλυψη του βολβού, και να την αισθάνομαι όταν ξεπροβάλλει από την υγρή γη και μετουσιώνεται σε ανθό. 
   Έμαθα να μετρώ τη ζωή στο καθημερινό ανάστημα της ανεμώνης, μέχρι τον εκφυλισμό και το θάνατό της.
    Έμαθα υπομονετικά να περιμένω το αργό μεγάλωμα του πεύκου, να μετρώ πόντο πόντο το μικρό ανάστημά του και να καταγράφω την προσπάθεια της στερημένης ύπαρξης. 
    Έμαθα να υπολογίζω στη θεραπευτική αξία του βοτάνου και να λογίζω την παρουσία του ως δώρου της φύσης, ως το φάρμακό της για την ανθρώπινη λαβωματιά. 
     Έμαθα ν’ ακολουθώ τα πατήματα του λαγού και να βρίσκω στη μικρή κρυφή φωλιά του τη δύναμη της φοβισμένης ψυχής. 
     Έμαθα να γνωρίζω στο κρώξιμο του όρνιου την ιαχή της συνηθισμένης του απειλής και να νοιώθω στο πέταγμά του μια σκίαση θωπευτική. 
     Έμαθα να εξερευνώ τη γη και ν’ ανακαλύπτω εντός της την αθέατη ζωή: τους σπόρους, τους σκώληκες, τα ζωύφια και καθετί άλλο που επιμελώς κρύβει.
      Έμαθα να χαίρομαι τις ομορφιές της φύσης.

 Να τρέχω, ευγνώμων γι’ αυτό το καλό, στο γιομάτο από παπαρούνες χερσοχώραφο, να πέφτω και να κυλινδρώ πα στο κόκκινο φυσικό σεντόνι του αγρού. 
Να ξαπλώνω με ευαρέσκεια στο παχύ γρασίδι της πλαγιάς και να κοιμούμαι εκεί, κάτω από τον δειλό χειμωνιάτικο ήλιο.
 Ν’ αντιλαμβάνομαι τον ανύποπτο τιναγμό της κρυμμένης στον ανθό πεταλούδας, να την παρακολουθώ στο ανέμελο πέταγμά της και να συνειδητοποιώ το μεγαλείο της σύντομης λιτής ζωής, τη φλογερή απόλαυση της ελευθερίας του αδυνάμου. 
Να θυλακώνω στην παλάμη μου τον τζίτζικα, τη χρυσόμυγα, την ακρίδα, να τα παρατηρώ στην αγωνία τους να λευτερωθούν και να τους δίνω τούτη τη χαρά, χαρούμενος κι εγώ γιατί τ’ άγγιξα και τ’ ένοιωσα στο συναίσθημά τους.
    Έμαθα να συμμετέχω στις πράξεις της φύσης και να λειτουργώ ορθά, αποφεύγοντας, κατά τη διδαχή, τους κινδύνους της. Κι όταν ο κίνδυνός της έφτασε πολύ κοντά μου κείνο το καλοκαίρι του 1970, πάλι ο παππούς τον απέτρεψε και μου δίδαξε να φυλάγομαι −να μην ενοχλώ, παρά να παρατηρώ και ν’ απλαμβάνω το θάμα της ζωής. Τότε, μικρούλης κυνηγούσα στον αγρό έναν σκορπιό, νομίζοντας πως είναι παιχνιδιάρης κάβουρας. Τον είχα πλησιάσει τόσο πολύ που κινδύνευα από το τσίμπημά του. Κι ήταν το βίαιο βήμα του παππού που τον απώθησε, όταν εκείνος στυλώθηκε απειλητικά εναντίον μου. Με μάλωσε ο παππούς για την απροσεξία μου, γιατί τους κανόνες που μου μάθαινε τους παραβίασα. Αλλά ήταν κι αυτό ένα (επικίνδυνο) μάθημά μου!..
     Αυτές οι «εν τη φύσει» ασκήσεις, καθώς και τα πρακτικά μαθήματα φυσιογνωσίας, που ο παππούς μού παρέδιδε, αποτέλεσαν την απαρχή της γνώσης ενός κόσμου αξιαγάπητου και λατρευτού: του κόσμου της φύσης. Λέγει κάπου πάνω σε τούτα, ορθότατα, στις «Εξομολογήσεις του» ο θεμελιωτής του κινήματος του ρομαντισμού Ζαν Ζακ Ρουσσώ: 

   «Όσο περίτεχνη, όσο αξιοθαύμαστη, όσο ποικιλόμορφη κι αν είναι η δομή των φυτών, δεν είναι αρκετά εμφανής για να ελκύσει το ενδιαφέρον του ανίδεου.
 Η σταθερή ομοιότητα και η ασύληπτη μαζί ποικιλία που διέπει την κατασκευή τους συναρπάζει μόνον όσους έχουν ήδη κάποια ιδέα για το φυτικό βασίλειο. 
Οι υπόλοιποι, στη θέα όλων αυτών των θησαυρών της φύσης, αισθάνονται απλώς έναν κουτό και μονότονο θαυμασμό. 
Δε βλέπουν τις λεπτομέρειες, αφού δεν ξέρουν τι πρέπει να προσέξουν. αλλά δε βλέπουν ούτε και το σύνολο, αφού δεν υποψιάζονται το πλέγμα των συγγενειών και των συνδυασμών που κατακλύζει με τα θαύματά του το βλέμμα του μελετητή»
  (Ρουσσώ Ζαν Ζακ, «Οι εξομολογήσεις», μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, επίλογος: Κοσμάς Ψυχοπαίδης, βιβλίο δωδέκατο, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997, σελ. 380). 
    Γι’ αυτό λέγω κι εγώ ότι η φύση μελετάται, σπουδάζεται. για να νοιώθεται και ν’ απολαμβάνεται. Μόνον έτσι είναι δυνατή η αίσθησή της. και ‘γω, με κείνες τις πρώτες μου εμπειρίες, καλλιέργησα τολμώ να πω, βαθιά τούτο το δυνατό και συνάμα υψηλό συναίσθημα.
     Έτσι λοιπόν γνώρισα τη φύση. Και την αγάπησα. 

   Χρωστώ πολλά στη γνωριμία κείνων των πρώτων χρόνων. 
   Χρωστώ στην κάπαρη, διότι αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη φύση. 
Η γνωριμία μου κείνη μου δίδαξε πράγματα σημαντικά, που για πολλούς ίσως να φαντάζουν άσκοπα, περιττά ή και ασήμαντα, μα για μένα ήταν η ίδια η ζωή. Το κυριότερο όμως όλων είναι ότι μου ξύπνησε ενωρίς το ορμέμφυτο της επαφής με τη μητέρα φύση, με τη μάνα γη. Το οποίο αργότερα καλλιεργήθηκε κατάλληλα και με τα χρόνια μετουσιώθηκε σε στάση ζωής, μέχρι που γίνηκε η προστασία της φύσης σκοπός. Έτσι μπόρεσα να ιδώ καθαρά, με τα μάτια της ψυχής, στης φύσης τον κόσμο, και να τον θεωρήσω υψηλά, όπως αρμόζει…


(όπου στις προτάσεις εμφανίζεται τελεία, με την πρόταση να συνεχίζεται, νοείται ως άνω τελεία)