Οι πέντε μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες είναι φορτωμένες με ολόκληρα βουνά προβληματικών τίτλων του ελληνικού δημοσίου και πιθανότατα οδεύουν προς κρατικοποίηση, ιδίως αν η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους αποκτήσει επιθετικότερο χαρακτήρα και οι επενδυτές στο Χρηματιστήριο της Αθήνας συνεχίσουν να ξεπουλούν τις μετοχές τους.
Οι ελληνικές τράπεζες είναι όμηροι κρατικών τοξικών τίτλων ύψους 40 δις ευρώ που έχουν στα βιβλία τους και το μέλλον τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την έκβαση της ελληνικής κρίσης – που κατά την πλειοψηφία των αναλυτών θα καταλήξει σε στάση πληρωμών της Αθήνας.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, οι ιδιώτες πιστωτές του ελληνικού δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών τραπεζών, έχουν συμφωνήσει σε ‘κούρεμα’ των απαιτήσεών τους κατά 21% - να αναλάβουν δηλαδή ζημιά επί της ονομαστικής αξίας των τίτλων που κατέχουν κατά 21% - στο πλαίσιο της δεύτερης συμφωνίας διάσωσης της Ελλάδας ύψους 109 δις ευρώ που επιτεύχθηκε την 21η Ιουλίου.
Από τότε όμως μέχρι σήμερα το κλίμα έχει αλλάξει, με αποτέλεσμα ένα ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι οικονομολόγων, πολιτικών και επενδυτών να τείνουν να θεωρούν, να λένε και να γράφουν πως απαιτείται πολύ μεγαλύτερο κούρεμα του ελληνικού χρέους, τουλάχιστον της τάξης του 50%, προκειμένου η Ελλάδα να μην ‘σκάσει’ κάτω από το βάρος των υποχρεώσεών της και χάσει και την ευρωπαϊκή έκτακτη χρηματοδότηση.
«Οι προοπτικές ενός μεγαλύτερου κουρέματος μεγαλώνουν. Βεβαίως η αγορά των CDS’s θεωρεί ότι ένα τέτοιο κούρεμα συγκεντρώνει πιθανότητες άνω του 90% μέσα σε μία 5ετία. Μπορεί να το δούμε ακόμη και μέσα σε ένα χρόνο, κανείς δεν μπορεί πια να το αποκλείσει», αναφέρουν πηγές αναλυτών του Λονδίνου.
Την περασμένη Τρίτη, στη σχετική συζήτηση εισήλθαν και σύμβουλοι της γαλλικής και της γερμανικής κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι η Αθήνα πρέπει να περικόψει το χρέος της τουλάχιστον κατά το ήμισυ και απευθύνοντας έκκληση για στήριξη των διαδικασιών αποκατάστασης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών που έχουν υψηλή έκθεση στα ελληνικά ομόλογα. Την επόμενη μέρα ο ελληνικός Τύπος ανέφερε ότι οι συζητήσεις σχετικά με το μέγεθος της ζημιάς των ιδιωτών πιστωτών είχε πιέσει τους τραπεζίτες και είχε οδηγήσει σε συμμετοχή άνω του 90% στην ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων με ασφαλέστερους τίτλους και ‘κούρεμα’ 21%. Την ίδια στιγμή, όμως έβλεπαν το φως της δημοσιότητας διαρροές προερχόμενες από ευρωπαϊκές τραπεζικές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες οι τράπεζες θα ήταν ανοιχτές σε ένα νέο γύρο διαγραφών επί των ελληνικών τίτλων τους αργότερα, σε περίπτωση που οι σημερινές διαγραφές δεν θα αρκούσαν για να αποτραπεί μια ελληνική χρεοκοπία η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερες ζημιές.
Το θέμα είναι πως αν όλες αυτές οι φήμες καταστούν πραγματικότητα, οι επιπτώσεις στα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών θα είναι υπερβολικά μεγάλες ενώ παράλληλα θα είναι αδύνατο να διορθωθούν σε μια τόσο πτωτική αγορά όπως το Χρηματιστήριο της Αθήνας. Έτσι οι ελληνικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να στραφούν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και να περάσουν στο κράτος ή διαφορετικά να καταρρεύσουν. «Οι τράπεζες θα υποχρεωθούν σε άμεση ανακεφαλαιοποίηση και θα κρατικοποιηθούν επειδή οι ιδιοκτήτες τους δεν θα μπορούν να καλύψουν τις τρύπες στην κεφαλαιακή τους βάση», υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο πρώην Έλληνας Υπουργός Οικονομικών Γιάννος Παπαντωνίου μιλώντας στο Ρόιτερ.
Οι σημερινοί μέτοχοι θα χάσουν τα λεφτά τους
Εδώ κι ενάμισι χρόνο οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται υπό τα καταιγιστικά πυρά της βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης, πληττόμενες αφενός από τη δραστική συρρίκνωση των καταθέσεών τους και αφετέρου από την αύξηση των επισφαλών δανείων. Έτσι προχωρούν σε απομόχλευση και περικοπές κόστους προκειμένου να προστατεύσουν τους ισολογισμούς τους και να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του 10% για το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1 που τους ζητείται από την κεντρική τράπεζα.
Οι πέντε μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες – Εθνική, Eurobank, Alpha Bank, Πειραιώς και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο – θα έχουν ζημιές ύψους 4.3 δις ευρώ στο πλαίσιο της συμφωνίας ανταλλαγής ομολόγων που εκτιμάται ότι θα κλείσει τον επόμενο μήνα. Εν τω μεταξύ οι μετοχές τους έχουν χάσει το 72% της αξίας τους το τελευταίο 12μηνο και το 64% από τις αρχές του έτους. Από κει που ήταν κάποτε η ατμομηχανή του αθηναϊκού χρηματιστηρίου, σήμερα υποαποδίδουν έναντι της υπόλοιπης αγοράς. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μείωση της χρηματιστηριακής τους αξίας το τελευταίο 12μηνο ήταν 10.7 δις ευρώ, σχεδόν δηλαδή στο 5% του ΑΕΠ – και η πτώση αναπόφευκτα θα συνεχιστεί αν οι τράπεζες ζητήσουν λεφτά από το κράτος.
Τα ποσά που χρειάζονται οι τράπεζες είναι πολλαπλάσια της σημερινής τους κεφαλαιοποίησης, έτσι η έκδοση νέων μετοχών θα παράγει μεγάλη αραίωση και πρακτικά θα εξανεμίσει την ιδιοκτησία των παλαιών μετοχών, εκτιμούν αναλυτές. Με δεδομένο το μέγεθος των απαιτούμενων κεφαλαιακών ενισχύσεων, το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι οι τράπεζες θα στραφούν τους προς το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το ΤΧΣ διαθέτει 10 δις ευρώ για την επανακεφαλαίωση και την κρατικοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξηθεί σε 30 δις ευρώ όταν τα Κοινοβούλια της Ευρωζώνης επικυρώσουν την επέκταση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για την αποτροπή της διάχυσης της ελληνικής κρίσης στην Ιταλία και την Ισπανία με τον κίνδυνο μιας νέας παγκόσμιας ύφεσης.
Σύμφωνα με το σχήμα που έχει ανακοινωθεί ότι θα ισχύσει, οι ελληνικές τράπεζες θα εκδώσουν κοινές μετοχές που θα αγοράσει το κράτος κι έτσι θα αποκτήσει μεγάλα μερίδια στις τράπεζες. Το ελληνικό δημόσιο θα αγοράσει τις μετοχές αυτές πολύ χαμηλότερα από τις τιμές της αγοράς έτσι ώστε οι φορολογούμενοι να έχουν τη δυνατότητα να αποκομίσουν κάποια κέρδη όταν η οικονομία επιστρέψει στην ανάπτυξη και το κράτος μπορεί να πουλήσει τη συμμετοχή του.
Το μοντέλο αυτό μοιάζει με το αμερικανικό σχέδιο TARP που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ μετά την κατάρρευσή των Lehman Brothers το 2008 αλλά και με το σχήμα κρατικοποίησης των δύο μεγαλύτερων τραπεζών της Σουηδίας που έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τα δύο αυτά εγχειρήματα έχουν θεωρηθεί από τους οικονομολόγους ως τα πιο επιτυχημένα εγχειρήματα διάσωσης τραπεζών στη σύγχρονη ιστορία. Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά. Σε εκείνες τις περιπτώσεις οι κυβερνήσεις κατάφεραν να πουλήσουν σχετικά σύντομα τις μετοχές τους και επανέφεραν την ευρωστία του τραπεζικού τους συστήματος. Αντίθετα, στην Ελλάδα κανείς δεν αναμένει ότι τα πράγματα θα είναι το ίδιο ρόδινα, και εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους της ύφεσης και του αντίξοου διεθνούς περιβάλλοντος, αλλά και εξαιτίας του βεβαρημένου παρελθόντος του ελληνικού κράτους που έχει κατηγορηθεί κατ’ επανάληψη για κακοδιαχείριση.
Δεν βγαίνουν τα νούμερα
Από την έναρξη της κρίσης στις αρχές του 2010 έως τον περασμένο Ιούλιο, οι ελληνικές τράπεζες είχαν χάσει καταθέσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά 50.3 δις ευρώ καταγράφοντας μείωση κατά 21,2%. Οι καταθέσεις που απέμεναν στις ελληνικές τράπεζες στα τέλη Ιουλίου – και που μάλλον έκτοτε έχουν συρρικνωθεί περαιτέρω ήταν 187 δις ευρώ. Αν λοιπόν οι ελληνικές τράπεζες υποχρεωθούν να αποδεχτούν ένα κούρεμα 50% για τους τίτλους δημόσιου χρέους ύψους 40 δις ευρώ που διαθέτουν, αυτό θα σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνουν διαγραφές μετά από φόρους της τάξης των 16 δις ευρώ.
Αν αφαιρέσουμε αυτά τα 16 δις των διαγραφών από τα συνολικά κεφάλαια του δείκτη Tier 1 – του μέτρου της χρηματοπιστωτικής ισχύος των τραπεζών – που είναι περίπου 24 δις για τις πέντε μεγάλες ελληνικές τράπεζες και θα απομείνουν με ίδια κεφάλαια μόλις 8 δις ευρώ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, αν αυτά τα εναπομείναντα ίδια κεφάλαια μετρηθούν με ένα σύνολο στοιχείων ενεργητικού σταθμισμένων με βάση τον κίνδυνο ύψους 200 δις ευρώ καταλήγουν σε δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1 μόλις 4%, δηλαδή πολύ χαμηλότερο από το 10% που απαιτεί η ΕΚΤ.
Για να καλύψουν τα ελάχιστα όρια οι πέντε ελληνικές τράπεζες θα πρέπει λοιπόν να συγκεντρώσουν τουλάχιστον 12 δις ευρώ. Πλην όμως από τη στιγμή που η συνολική κεφαλαιοποίηση τους έχει πέσει σήμερα μόλις στα 4.3 δις ευρώ, δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσουν να κάνουν τέτοιο μέσα σε μια τόσο ταραγμένη αγορά. Και ενώ θεωρητικά ορισμένες τράπεζες θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν κεφάλαια μέσω απομόχλευσης και διάθεσης περιουσιακών στοιχείων, οι αναλυτές λένε ότι θα δυσκολευτούν με δεδομένη τη χρονική πίεση να αποκαταστήσουν την οικονομική τους ισχύ και να διασφαλίσουν τους καταθέτες.
Βεβαίως δεν θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο να εμφανιστούν ισχυροί επενδυτές και να στηρίξουν τις ελληνικές τράπεζες. Τον Αύγουστο η Eurobank και η Alpha Bank προχώρησαν σε μια συμφωνία συγχώνευσης που περιλαμβάνει και μια κεφαλαιακή ένεση ύψους μισό δις ευρώ από ένα fund του Κατάρ μέσα από την έκδοση μιας μετατρέψιμης ομολογίας. Αλλά όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, η προοπτική των εξαγορών από ξένες τράπεζες θα είναι περιορισμένη για όσον καιρό παραμένει ο κίνδυνος χρεοστασίου. Οι επενδυτές θέλουν να αγοράσουν φτηνά και κατά πάσα πιθανότητα θα περιμένουν μέχρι να σταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία και να αγοράσουν απευθείας από τον ΤΧΣ μετά την κρατικοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
http://www.banksnews.gr