Συνωμοσιολογία
…….. Η
συνωμοσιολογία μας λέει πολλά περισσότερα για τους ίδιους τους εκφραστές της,
σίγουρα περισσότερα απ’ όσα λέει για την κατάσταση που καλείται να περιγράψει.
Το σενάριό της είναι απλό:
Έχουμε μια σκοτεινή εξουσία που ελέγχει τους πάντες
και τα πάντα, ιδίως τις αμφισβητήσεις και τις κρίσεις που αντιμετωπίζει, οι
οποίες πάντοτε καταλήγουν σε νίκη και περαιτέρω ενίσχυσή της. Οι πολίτες είναι
άβουλοι, πέφτουν μόνιμα θύματα παραπλάνησης, διατηρούν την ψευδαίσθηση της
συμμετοχής σε ένα σύστημα που τους εξαπατά απροκάλυπτα. Οποιαδήποτε αντίσταση
είναι μάταιη και η διαφυγή είναι αδύνατη.
Η συνομωσιολογική συνείδηση προσπαθεί να αντισταθμίσει
την απελπισία που εκπέμπει με τη δημιουργία, στον εκφραστή
της, ενός αισθήματος ανωτερότητας. Η ανωτερότητα προκύπτει από την
κατάκτηση της «πραγματικής γνώσης», που είναι πάντοτε απόκρυφη.
Η δημοκρατία
είναι ένα παιχνίδι που χρησιμεύει για να θέσει σε ομηρία την κοινωνική
πλειοψηφία, ενώ εκείνη ακολουθεί έχοντας καταληφθεί από το «σύνδρομο της
Στοκχόλμης». Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι πολίτες που ακολουθούν ακόμα τις
διαδικασίες κινηματικής ή κομματικής πολιτικής, δεν είναι παρά αφελείς («σανοφάγοι», να μια έκφραση που έχει γίνει
του συρμού στη συνωμοσιολογική ρητορική) υπήκοοι, πιστά προσκολλημένοι στους
ηγεμόνες τους, που πάντοτε τους εξαπατούν.
Δεν χρειάζεται και πολλή ανάλυση για να αντιληφθούμε
ότι αυτού του τύπου η στάση αποτελεί έκφραση της περιθωριοποίησης των
κοινωνικών πλειοψηφιών (πάντα οι «άλλοι» αποφασίζουν, και πάντα σε βάρος μας)
και την ίδια στιγμή λειτουργεί ως βάλσαμο για την ψυχική
δυσφορία που αυτή η περιθωριοποίηση παράγει.
Η συνωμοσιολογία είναι το όπιο της
παραγκωνισμένης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αυτή η λειτουργία
της την καθιερώνει σαν ένα πολύ αποδοτικό εργαλείο κοινωνικού ελέγχου.
Κατ’ αρχάς, «η εικόνα που θέλει ο κυρίαρχος να δείξει
για τον εαυτό του», που έλεγε και ο Π. Κονδύλης, αναπαράγεται μέσα από τις
ίδιες της θεωρίες που υποτίθεται ότι έρχονται να τον αμφισβητήσουν:
Η συνωμοσιολογία τρέφει υπερβολική σιγουριά για την
αποτελεσματικότητα, τη συνοχή και το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης – περισσότερο
ίσως και από τους θερμότερους υποστηρικτές της. Βρίσκεται παντού και μπορεί να
κάνει τα πάντα.
Αφού δε τα πάντα μπορούν να απλοποιηθούν/αναχθούν σε
μια (προδιαγεγραμμένη) σύγκρουση του καλού με το κακό, τότε ποια είναι η ανάγκη
να αναβαθμίζεται το κριτήριο του πολύ κόσμου;
Περικυκλωμένη
από τις συνωμοσιολογικές θεωρίες, η κοινή γνώμη βάλλεται στο πιο αδύναμο σημείο
της, την ορθοκρισία της. Υπάρχει και μια διάσταση, εκδίκησης, αυτοκαταστροφικού
τύπου, σε αυτές τις συμπεριφορές.
Και αυτό γιατί η επίσημη διανόηση, κοινωνικοί και
πολιτικοί στοχαστές, καθηγητές πανεπιστημίου, άνθρωποι του πνεύματος και των
τεχνών, στην πλειοψηφία τους, έχουν πάρει διαζύγιο από τη λαϊκή κοινωνία
έχοντας προσχωρήσει στον αστερισμό των ελίτ.
Εκείνοι που αυτοδιαφημίζονται ως οι κατ’ εξοχήν φορείς
και εκφραστές του ορθού λόγου κακίζουν τους πολλούς , επειδή ζητούν μια
ατζέντα γενικού προστατευτισμού, πολιτικού, οικονομικού
πολιτιστικού. Με λίγα λόγια, απαιτούν από το κράτος τους , να τους υπερασπιστεί
απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, και όμως το αίτημα αυτό αρκεί για να τους
αφορίσει επί εθνικισμώ η νομενκλατούρα της παγκοσμιοποίησης.
Στο πλαίσιο της προοδευτικής ρητορικής της, η
κατηγορία της «οπισθοδρόμησης» παραπέμπει σε όντα κατώτερων αντιληπτικών
ικανοτήτων. Με λίγα λόγια, η εχθροπάθεια
των μορφωμένων ελίτ έναντι της κοινωνικής πλειοψηφίας αγγίζει τα όρια του
κοινωνικού ρατσισμού.
Με τη συνωμοσιολογία,
δίνεται η δυνατότητα στα θύματα αυτής της προπαγάνδας να επιστρέψουν στους
κατηγόρους τους κάτι από τη συκοφαντία και την υποτίμηση με την οποία τους
αντιμετωπίζουν:
Η επιστημονικότητα με την οποία μας βομβαρδίζουν είναι
ψεύτικη. Κάθε συστηματική γνώση είναι όχι μόνον άχρηστη αλλά και ύποπτη, για τα
μηνύματα της προπαγάνδας που κρύβει μέσα της.
Έτσι, όμως, μαζί με τη σκάφη και τα βρώμικα νερά της,
πετιέται και το βρέφος:
Αν το επίπεδο συνειδητοποίησης των «από κάτω» σπανίως
ξεπερνάει το επίπεδο της συνωμοσιολογίας, και αν οι «από πάνω» διατηρούν το
μονοπώλιο της διανόησης, τότε, η ανισότητα μεταξύ τους διαιωνίζεται, με την
ψαλίδα της να μεγαλώνει.
Στο τέλος, όλοι είναι ευχαριστημένοι: οι
περιθωριοποιημένες πλειοψηφίες εκτονώνονται με τις απορριπτικές τους
ιδεολογίες, ενώ οι αποπάνω μπορούν μια χαρά να συνεχίσουν να κρατούν
αποκλειστικά τα κλειδιά της συστηματικής γνώσης για τον εαυτό τους. Η κυριαρχία
τους, εξ άλλου, δεν πρόκειται να κλονιστεί από ένα πλήθος βυθισμένο μέσα σε
αυτοϋπονομευτικές ιδεολογίες.
Χαρακτηριστικό ως προς όλα αυτά ήταν το πάθημα του αντιμνημονιακού κινήματος, στη δεκαετία
που κλείνει.
Η πιο δημοφιλής άποψη στους κόλπους του, ήταν αναμφίβολα συνωμοσιολογικού τύπου, η
ελληνική κρίση αντιμετωπίζονταν ως «τεχνητό
κατασκεύασμα» μιας συνωμοσίας των διεθνών τραπεζιτών. Ένας ολόκληρος χώρος σε κινητοποίηση
εθιζόταν εξ αρχής σε εύκολα δίπολα, και προκατεψυγμένα απλοποιητικά σχήματα.
Εξ άλλου, αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά και «φως φανάρι», δεν υπήρχε κανένας λόγος
να ψάξει κανείς τι συμβαίνει πραγματικά με την Ελλάδα, την οικονομία της, την
Ευρώπη κ.ο.κ.
Αρκούσε, έναντι όλων αυτών, η ισχυροποίηση μιας
πολιτικής δύναμης που θα έλεγε ότι όλοι αυτοί πρέπει να πάψουν να ορίζουν τη
μοίρα της Ελλάδας και να πάνε σπίτι τους.
Από πολύ νωρίς, οι πλατείες λειτουργούσαν ως
καλλιστεία ριζοσπαστικής ρητορικής, ενώ το πραγματικό επίπεδο διαλόγου,
ανταλλαγής απόψεων, αναλύσεων, και συνειδητοποίησης ήταν πολύ χαμηλό.
Ο δρόμος για τα νταούλια του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ήταν
ήδη έτοιμος και στρωμένος με ροδοπέταλα…