Η συγκοινωνία των νησιών των Κυκλάδων τους παραμένει εδώ και πολλά χρόνια ένα μεγάλο πρόβλημα.
Ενώ έχει λυθεί κατά κάποιο τρόπο η τακτική επικοινωνία τους με το λιμάνι του Πειραιά, δεν έχει βρεθεί ακόμα η
λύση για τη σύνδεση των νησιών μεταξύ τους. Έτσι το σωτήριο έτος 2008 η Πάρος και η Σίφνος, δύο τουριστικά νησιά που απέχουν μόλις 20 μίλια δεν είχαν παρά δύο δρομολόγια την εβδομάδα να τα συνδέουν. Δεν συζητάμε βέβαια για την διάρκεια του ταξιδιού που μπορεί πολλές φορές να ξεπερνά και τις πέντε ώρες αφού μεσολαβούν και άλλα λιμάνια.
Το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στην Σίφνο έπεφτε Σάββατο 19 Ιούλη και ο τρόπος πρόσβασης στο νησί φαινόταν αδύνατος τις ημερομηνίες που επιθυμούσα. Επιστράτευσα τις θαλασσινές γνωριμίες μου, αλλά οι “φουσκωτοί” φίλοι μου φοβήθηκαν το πενταράκι μελτέμι και σφύριζαν αδιάφορα. Τότε μπήκε σε δράση το εφεδρικό σχέδιο “καϊκζήδες”.
Είναι αλήθεια οτι τα φουσκωτά ξεπετούν τις αποστάσεις, αλλά οι ιδιοκτήτες τους, λάτρεις της θάλασσας και της ανεβασμένης αδρεναλίνης, δεν φημίζονται για την αγάπη τους για οδοιπορίες, μονοπάτια, μοναστήρια, παραδοσιακή ζωή, λαϊκή αρχιτεκτονική, πανηγύρια και τα λοιπά (εκτός ολίγων εξαιρέσεων βέβαια).
Στο σχέδιο “Β” η ανταπόκριση ήταν άμεση. Ο Στέλιος Γκίκας ένας εξαιρετικός αγγειοπλάστης από το χωριό
Κώστος και γιός του ο Ιάσων, ένα παλικαράκι που κυνηγάει και αυτό φανατικά τα πανηγύρια και τα γλέντια, προσεφέρθησαν πάραυτα για το εγχείρημα. Το ταξίδι με την Νεφέλη, το εντεκάμετρο κόκκινο τρεχαντήρι, ήταν μιά απόλαυση.
Με σηκωμένο ένα φλοκάκι, τον καιρό δευτερόπριμα, το ουζάκι με τους μεζέδες και τη συζήτηση για το πρόγραμμα επικείμενης ανεβασιάς στο βουνό, ούτε πως καταλάβαμε πότε φθάσαμε. Παροικιά-Φάρος Σίφνου σε τρείς απολαυστικές ωρίτσες.
Στον Φάρο, το γραφικό ψαροχώρι, που βρίσκεται δίπλα στην Χρυσοπηγή, μας υποδέχθηκε ο Δημήτρης Μπέλιος, φίλος, συνδιοργανωτής του πανηγυριού και ξεναγός της εκδρομής μας και μας μετέφερε με τ’ αυτοκίνητο του μέχρι τα Φυρόγια. Από εκεί θα ξεκινούσε η οδοιπορία. Ντυμένος κατάλληλα για οδοιπορία, με το σακίδιο στην πλάτη και το απαραίτητο μπαστουνάκι, μας διαβεβαίωσε για το σύντομο της διαδρομής – ούτε μια ώρα δρόμος - και ξεκινήσαμε απογευματάκι την ανάβαση από τα 120 μέτρα υψόμετρο για να ανεβούμε στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της Σίφνου, στον προφήτη Ηλία σε υψόμετρο 670 μέτρων. Στα πρώτα 2 χιλιόμετρα η διαδρομή πάνω στο πλακόστρωτο μονοπάτι ήταν σχετικά εύκολη καθώς ο Δημήτρης περπατώντας μας διηγείτο ιστορίες του τόπου αλλά και τις προσπάθειες μιάς ομάδας ντόπιων να αποκαταστήσουν τις αβαρίες του παλιού λιθόστρωτου δρόμου.
Μετά το πρώτο μισάωρο άρχισαν τα ζόρια. Η ανηφόρα έγινε πολύ πιό απότομη, το μονοπάτι πιό κακοτράχαλο και το χειρότερο, άρχισε να φαίνεται το σημείο του προορισμού μας. Η κορυφή του βουνού πάνω από τα κεφάλια μας.
Τα ποδάρια μας άρχισαν να πιάνονται και τα γόνατά να λύνονται. Ο Δημήτρης, ευγενέστατος, παρατήρησε το χάλι μας και έκανε τις απαραίτητες στάσεις, τάχατες για να θαυμάσουμε την θέα. Πράγματι η θέα ήταν μαγική.
Το μονοπάτι στα πόδια μας και πλήθος συντροφιές να σκαρφαλώνουν το βουνό ξωπίσω μας. Η δυσκολότερη διαδρομή ήταν βέβαια τα τελευταία 500 μέτρα όπου η κλίση του μονοπατιού ξεπερνούσε τις 30 μοίρες και κάτω μας τα γκρεμνά αγρίευαν. Φθάσαμε στο προορισμό μας περίπου μετά από μιάμιση ώρα πορεία, εντελώς εξουθενωμένοι.
Το μοναστήρι του προφήτη Ηλία μας αποζημίωσε. Με το που φθάσαμε στην κορφή, μπροστά από την είσοδο του μοναστηριού, μας υποδέχθηκε ένα τραπέζι με αμυγδαλωτά και δροσερό νεράκι που μας προσέφεραν οι κυράδες, διοργανώτριες του πανηγυριού. Μετά το ξεδίψασμα – δύο τρία ποτήρια νερό – οι πιό μερακλήδες παρέλαβαν τις ρακές, απαραίτητες για την αισθαντικώτερη παρατήρηση του θεάματος και της μυσταγωγίας που θα ακολουθούσε.
Η εκκλησία του προφήτη Ηλία, προσφάτως επιμελώς ανακαινισμένη, περιβάλλεται περιμετρικά από κελιά που συγκροτούν την οχύρωση του μοναστηριού. Εδώ προσέτρεχαν οι πιστοί για να προστατευθούν από τους πειρατές και τους επίδοξους κατακτητές. Κτισμένο στα μέσα του 17ου αιώνα και έχοντας υπόγειες δεξαμενές χωρητικότητας 500 κυβικών νερού, ήταν σε θέση να αντέξουν σε πολυήμερες πολιορκίες.
Η θέα από τα δώματα των κελιών σου κόβει την ανάσα.
Στα πόδια σου, σε πρώτο επίπεδο, τα χωριά της Σίφνου, η Απολλωνία, ο Αρτεμώνας, το Κάστρο και πιό πέρα το Αιγαίο Αρχιπέλαγος.
Η Πάρος, η Νάξος, η Ηρακλειά, η Ίος, η Σίκινος, η Φολέγανδρος, η Σαντορίνη, η Μήλος, η Κίμωλος.
Επιστέγασμα του φαντασμαγορικού θεάματος το μεγαλοπρεπές ηλιοβασίλεμα.
Οι ήχοι της καμπάνας, διακόπτουν τους ρεμβασμούς μας και μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα.
Ο παπα Γιάννης ο Ψαραύτης μαζί με τους ψάλτες, ξεκινούν τον εσπερινό στο προαύλειο της εκκλησίας και πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα με βυζαντινές μελωδίες που σ’αυτό το περιβάλλον αποκτούν μια τελείως άλλη, μια
μεταφυσική διάσταση. Μετά την λειτουργία και την αρτοκλασία φθάνει η ώρα του δείπνου.
Η τραπεζαρία του μοναστηριού είναι μιά μακρόστενη επιβλητική αίθουσα με πολλά βόλτα. Στην βόρεια πλευρά της βρίσκεται το μαγειριό με τους φούρνους και στην νότια ένα μακρόστενο τραπέζι χωρητικότητας πενήντα ατόμων. Την προετοιμασία του δείπνου (προμήθειες, μεταφορά τους με μουλάρια, μαγειρέματα), αλλά και την χρηματοδότηση του, την αναλαμβάνουν οι πανηγυριστές, μια ομάδα 20 ατόμων που είναι αυτοί οι οποίοι συντηρούν το μοναστήρι όλο το χρόνο. Για το φετινό πανηγύρι σφάχθηκαν 7 ερίφια προκειμένου να εξασφαλισθούν οι 450 μερίδες φαγητού.
Η είσοδος στην τραπεζαρία γίνεται από μιά πόρτα και η έξοδος από μιά παρακείμενη.
Το στρώσιμο και το ξεστρώσιμο των τραπεζιών θα γίνει πολλές φορές, γεγονός που απαιτεί έναν θαυμαστό συντονισμό και μία άρτια οργάνωση από την πλευρά των πανηγυριστών.
Με το που καταλαμβάνουν τις θέσεις τους στο τραπέζι οι επισκέπτες, σερβίρονται πρώτα οι ρεβιθάκια, οι σαλάτες και το κρασί και ακολουθεί το κοκκινιστό κατσικάκι με τα μακαρόνια και το τριμμένο κεφαλοτύρι.
Πρός το τέλος κάθε γεύματος κάποιος φωνάζει με στεντόρια φωνή. “Να ζήσουν οι πανηγυράδες”.
Να ζήσουν, απαντούν όλοι μαζί από το τραπέζι χτυπώντας ρυθμικά τα πιρούνια τους στα πιάτα δημιουργώντας ένα πανδαιμόνιο, που επαναλαμβάνεται άλλες δυό φορές καθώς πρέπει να τιμηθούν και οι μαγείροι και οι σερβιτόροι.
Το σκηνικό αυτό επαναλήφθηκε εννιά φορές μέχρι να φάει και η τελευταία συντροφιά..
Η αφεντιά μου, λόγω ιδιότητας, είχα την τιμή να παρευρεθώ σε περισσότερα του ενός γεύματα, γεγονός που μου επέτρεψε να γευθώ επαναληπτικά μεχρι σκασμού τα προσφερόμενα γευστικότατα εδέσματα.
Μετά το δεύτερο τραπέζι στο προαύλειο αρχίζει ο χορός με τα βιολιά και τα λαούτα (στην Σίφνο καθώς έμαθα δεν υπάρχουν τσαμπούνες).
Η κορύφωση του γλεντιού γίνεται μετά τα μεσάνυχτα. Οι πανηγυράδες έχουν εξυπηρετήσει όλο τον
κόσμο, ευχαριστημένοι που ήταν περισσότεροι από τους περυσινούς, και κάθονται αποκαμωμένοι να φάνε και αυτοί.
Καθώς αρχίζουν όμως τα τραγούδια της τάβλας, δια μιάς εξαφανίζεται η κούραση και τότε ξεκινά το
πραγματικό πανηγύρι.
“Οποιος αγαπά τα ρόδα, πρέπει ναχει υπομονή,
κι όταν τον τσιμπά τ’ αγκάθι, να μην λέει πως πονεί.
Εσύ σαι σαν τα ρόδα, μα μιά διαφορά,
Συ ανθίζεις όλο το χρόνο, μ’ αυτό μονάχα μιά φορά”
Ο Παντελής Αγιουτάντης με το βιολί, ο Γιώργος Τσώλιος με το λαγούτο και ο Γιάννης Ατσώνιος πρώτη
φωνή στο τραγούδι, ξεσηκώνουν τους πανηγυριστές. Εδώ συμβαίνει άλλο ένα ιδιόμορφο γεγονός.
Καθώς τελειώνει κάθε τραγούδι, με μία ασύλληπτη και αδιόρατη τάξη παίρνουν την σειρά τους
οι πανηγυράδες και όποιος άλλος θέλει και ακολουθώντας τους μουσικούς δρόμους των οργανοπαιχτών
σολάρει το τετράστιχο που επιθυμεί.
Κοντά στα χαράματα και ενόσω το γλέντι καλά διαρκεί, άλλοι κοιμούνται στα κελιά, άλλοι καταγής, άλλοι στους υπνόσακους τους και άλλοι παίρνουν τον κατήφορο για τα σπίτια τους.
Ο φίλος μας και οδηγός μας Δημήτρης είναι λιγάκι απαισιόδοξος. Στον δρόμο της επιστροφής μας εξομολογείται.
“Παλιά, κάθε χρόνο, το πανηγύρι το ανελάμβανε άλλος πανηγυράς, αυτός που θα κρατούσε
την εικόνα του Αγίου σπίτι του όλο το έτος. Τα τελευταία χρόνια έχει περιορισθεί το ενδιαφέρον και έτσι εμείς
μιά παρέα το συντηρούμε με δικά μας έξοδα. Οι μεγαλύτεροι στην παρέα μας είναι εβδομηνταπεντάρηδες και οι νεώτεροι σαρανταπεντάρηδες. Μέχρι πότε θ’ αντέχουν τα πόδια μας”.
Μπορεί το πανηγύρι να μην έχει την δόξα και την μοναδικότητα των παλιών εποχών, στα μάτια όμως των
νέων, που ήταν και η πλειοψηφία του κόσμου – ντόπιοι και Αθηναίοι – είδα, με την αθεράπευτη αισιοδοξία που
με διακρίνει, τους συνεχιστές των σημερινών πανηγυράδων.
Το πανηγύρι του προφήτη Ηλία στην Σίφνο είναι ένα από τα πιό χαρακτηριστικά των νησιών του Αιγαίου.
Η αρχιτεκτονική ομορφιά και η εξαιρετική θέση του μοναστηριού, η εντυπωσιακή διαδρομή μέχρι την κορυφή, το ανεπανάληπτο δείπνο στην τραπεζαρία με το διαδοχικό σερβίρισμα , το σιφνέικο τραγούδι και οι ξέφρενοι χοροί, ο ενθουσιασμός των οδοιπόρων επισκεπτών, μα πάνω από όλα το κέφι, η διάθεση για προσφορά και η
γενναιοδωρία των πανηγυριστών, συγκροτούν χωρίς αμφιβολία μία από τις πιό ενδιαφέρουσες πανηγυρικές
εμπειρίες του Αρχιπελάγους
ΤαηΝηγια τα ανήφορο ανέβαινα πετώντας , όμως τα χρόνια πέρασαν και πάω περπατώντας. Σιφνέικο στιχακι
Στο πανηγύρι του Αηλιά στη Σίφνο έχω βρεθεί πριν χρόνια.
Δεν το ξεχνώ. Ποτέ.
Δεν το ξεχνώ. Ποτέ.
Στη ΣΙΦΝΟ τα πανηγύρια είναι μοναδικά .
Πρόκειται για γνήσια Κυκλαδίτικη Ελληνική νησιώτικη παράδοση .Πραγματικές λαϊκές γιορτές στο Αρχιπέλαγος .
Στην οργάνωση συμμετέχουν όλοι οι χωριανοί αφιλοκερδώς.
Έτσι και αλλιώς στα Σιφνέικα πανηγύρια το φαγητό , το ποτό, ο χορός και η μουσική είναι όλα δωρεάν ,ανεξάρτητα από τον αριθμό των επισκεπτών ,ακόμη και αλλοδαπών τουριστών..
Είναι κάτι σαν τάμα προς τιμή του Αγίου, που γιορτάζει μια φορά τον χρόνο. Τα έξοδα τα πληρώνει ο πανηγυρας που είναι και το τιμώμενο πρόσωπο.
Κατά τη διάρκεια της χρονιάς ο πανυγυρας είχε την τιμώμενη εικόνα στο σπίτι του με εντολή του παπά.
Τα μεγάλα πανηγύρια στη Σίφνο είναι της Χρυσοπηγης, του προφήτη Ηλία, του Αγίου Συμεών, της Παναγίας του βουνού, της Παναγίας της Βρύσης και πάρα πολλά άλλα.
SAGINI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΕΔΩ